- υπερβέβαιος
- -η, -οο εντελώς βέβαιος, ο βεβαιότατος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υπερβέβαιος — η, ο, θηλ. και αία, Ν περισσότερο και από βέβαιος, απόλυτα βέβαιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * + βέβαιος. Η λ. μαρτυρείται από το 1844 στον Ιω. Καρασούτσα] … Dictionary of Greek
βέβαιος — η, ο (AM βέβαιος, α, ον) 1. (για πράγμα) αναμφισβήτητος, αναμφίβολος, σίγουρος 2. (για πρόσωπο) σταθερός νεοελλ. (για πρόσωπο) εκείνος που γνωρίζει κάτι καλά, ο πεπεισμένος για κάτι αρχ. μσν. το ουδ. ως ουσ. βέβαιον, το βεβαιότητα, σταθερότητα… … Dictionary of Greek